- προσεπάγω
- Α1. προκαλώ επί πλέον2. προσθέτω επί πλέον («προσεπάγει τῇ ψευδογραφίᾳ λέγων οὕτως», Γαλ.)3. παθ. προσεπάγομαιοδηγούμαι ενώπιον δικαστηρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπάγω «οδηγώ, επιφέρω, προκαλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπάγω — πρός , ἐπί ἄγαμαι wonder pres imperat mp 2nd sg πρόσ ἐπάγω bring on pres subj act 1st sg πρόσ ἐπάγω bring on pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)